Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεογιλός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεογιλός ο [neojilós] Ο17 : (ανατ.) καθένα από τα προσωρινά δόντια των παιδιών· γαλαξίας 2. || (ως επίθ.): Nεογιλοί οδόντες.

[λόγ. < ελνστ. νεογιλός, αρχ. σημ.: `νεογέννητος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go