Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νεογιλός ο [neojilós] Ο17 : (ανατ.) καθένα από τα προσωρινά δόντια των παιδιών· γαλαξίας 2. || (ως επίθ.): Nεογιλοί οδόντες.
[λόγ. < ελνστ. νεογιλός, αρχ. σημ.: `νεογέννητος΄]



