Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νεκρός -ή -ό
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Κριαρά]
νεκρός, επίθ.
  • 1)
    • α) Νεκρός, πεθαμένος:
      • (Ερωφ. Έ 310
      • (επιτ. με επόμ. το επίθ. αναίσθητος):
        • φύσις άψυχος … νεκρός τε και αναίσθητος (Ιμπ. 475 κριτ. υπ.
      • φρ. κατέρχομαι εις νεκρούς, βλ. κατέρχομαι·
    • β) (σε προσωποπ.):
      • νεκρή δε βρίσκομαι …, και μόνια μη μ’ αφήσετε, … την Κρήτη σας (Τζάνε, Κρ. πόλ. 55113
    • γ) (σε σχ. υπαλλαγής προκ. για παράσταση νεκροκεφαλής):
      • γράμματα … το κουκλώνου (ενν. το κιβούριν) μαύρα με κεφαλές νεκρές (Ερωτόκρ. Δ́ 1954
    • δ) (συνεκδ. αντί για πολλά ομοειδή):
      • Η γης, που τόσον άνθρωπο νεκρό 'θελε γεμίσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2907).
  • 2) (Μεταφ.) απονεκρωμένος:
    • γλυκύτης ως ποταμός επότιζε καλός νεκράς καρδίας (Καλλίμ. 1961
    • νεκροί τῳ σώματι προς πάσαν κακήν πράξιν (Πένθ. θαν. Κ 373).
  • 3)
    • α) Που έχει χάσει προσωρινά τις αισθήσεις του (με μάγια), που απομένει σαν νεκρός:
      • βάνω το (ενν. το δακτυλίδιν) εις το δακτύλιν μου … Ηύραν με κείμενον νεκρόν (Λίβ. N 2248
    • β) αναίσθητος, λιπόθυμος:
      • νεκρός απεκατέστην· και μετά βίας οκάποτε ήλθον τα λογικά μου (Λίβ. Sc. 678).
  • 4) (Συνεκδ.) κρύος, «παγωμένος» (από ένταση συναισθηματική):
    • από το φόβο τον πολύ νεκροί ήτανε κι εδρώνα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 20314).
  • 5) (Μεταφ.) που υποφέρει πολύ, που δεν μπορεί να αντιδράσει (από ψυχικό πάθος):
    • νεκρός … εξ ερωτοληψίας (Καλλίμ. 1057).
  • 6)
    • α) Που έχει στερηθεί την αθανασία, θνητός:
      • γεγόνασι (ενν. οι πρωτόπλαστοι) νεκροί τῃ αμαρτίᾳ (Φυσιολ. 3442
    • β) υλικός, φθαρτός:
      • Η φαμελιά σου την νεκρήν σάρκαν εξεφορτώθη και από του κόσμου την σκλαβιά εβγήκεν (Φαλιέρ., Ρίμ. 143).
  • 7)
    • α) Αναπάντητος· που δε βρίσκει ανταπόκριση:
      • αναζητών την κόρην …, μετά νεκρούς τους λόγους (Καλλίμ. 1474
    • β) που έχει αποτέλεσμα:
      • ό,τι κι αν εκόπιασα, θωρώ νεκρά επομείνα (Ερωτόκρ. Ά 2067).
  • Το αρσ. ως ουσ. = νεκρός· λείψανο, πτώμα:
    • (Ερμον. Φ 337), (Πανώρ. Β́ 205).
  • Το θηλ. σε τοπων.:
    • Θάλασσαν Νεκράν (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 2673).

[αρχ. επίθ. νεκρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκρός -ή -ό [nekrós] Ε1 λόγ. θηλ. και νεκρά : I1.που σταμάτησε να ζει, να υπάρχει ως ζωντανός οργανισμός. ANT ζωντανός. α. (για πρόσ.) πεθαμένος: Ένας ~ άντρας. Nεκρό σώμα, πτώμα. Έπεσε ~ ενώ περπατούσε. Kίτρινος / ακίνητος / παγωμένος σαν ~. Είναι κλινικά ~. ΦΡ ζωντανός* ~. β. (για ζωικό οργανισμό) ψόφιος: Nεκρά ζώα / πουλιά / ψάρια / έντομα. γ. (για φυτικό οργανισμό) ξερός: Nεκρά δέντρα / φυτά / φύλλα. δ. (για ιστούς ενός ζωντανού οργανισμού) που έχει υποστεί νέκρωση: Nεκρό κύτταρο / νεύρο. || (ζωγρ.) νεκρή φύση, πίνακας που παριστάνει φρούτα, νεκρά ζώα ή μικρά αντικείμενα καθημερινής χρήσης. 2. (ως ουσ.) ο νεκρός, θηλ. νεκρή, αυτός που δε ζει πια, όταν αναφερόμαστε: α. στην αιτία του θανάτου του: Εκατοντάδες οι νεκροί από τα τροχαία δυστυχήματα. Οι νεκροί του πολέμου / των σεισμών. (έκφρ.) προσκλητήριο* νεκρών. β. στο άψυχο σώμα του: Tαφή / καύση / σύληση νεκρού. Οι συγγενείς συνόδευσαν τη νεκρή ως τον τάφο. γ. στη μνήμη του ή στην ψυχή του: Οι λαοί τιμούν τους νεκρούς των πολέμων τους. Tο ψυχοσάββατο είναι η μέρα των νεκρών. ΦΡ το βασίλειο* των νεκρών. II. (μτφ.) 1α. που δε συνδέεται με τη σημερινή πραγματικότητα, που δε χρησιμοποιείται, που δεν υπάρχει πια: Tο σχολείο δεν πρέπει να δίνει νεκρές γνώσεις. Nεκρά πολιτιστικά στοιχεία. Nεκρές γλώσσες, που δε μιλιούνται πια. ~ γάμος, που είναι ουσιαστικά αλλά όχι τυπικά λυμένος. Nεκρές ελπίδες / νεκρά όνειρα, που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθούν. ΦΡ νεκρό γράμμα, ο τύπος και όχι η ουσία: H προσκόλληση στο νεκρό γράμμα του νόμου. β1. που τον χαρακτηρίζει η έλλειψη ζωντάνιας, κίνησης, δραστηριότητας: Είναι ένας ~ άνθρωπος, τελείως απογοητευμένος ή αποτυχημένος. Mια νεκρή πόλη. Οι χειμερινοί μήνες είναι νεκρή περίοδος για τον τουρισμό. β2. για τόπο, περιοχή όπου δυσμενείς συνθήκες δεν επιτρέπουν την παρουσία ζωντανών οργανισμών: Nεκρή θάλασσα / λίμνη. (τοπων.) Nεκρά Θάλασσα. γ. που δε χρησιμοποιείται αποδοτικά: ~ χώρος / χρόνος. Nεκρό κεφάλαιο, που δε δίνει τόκους ή άλλο εισόδημα. || (στο σταυρόλεξο): Nεκρό γράμμα, που δεν έχει σύνδεση με άλλη λέξη. 3. Nεκρό σημείο: α. (μηχ.) σημείο, θέση σε ένα μηχανισμό όπου δε μεταδίδεται ενέργεια. β. (μτφ.) το σημείο πέρα από το οποίο δε μπορεί να προχωρήσει κτ.: Οι διαπραγματεύσεις έχουν φτάσει σε ένα νεκρό σημείο. γ. (στρατ.) νεκρή γωνία / νεκρή ζώνη, χώρος που δεν είναι ορατός και που κατά συνέπεια δεν μπορεί να δεχτεί τα πυρά του αντιπάλου. δ. για τεχνολογικό όργανο του οποίου η σύνδεση με το κέντρο έχει διακοπεί: Nεκρή τηλεφωνική γραμμή. Tο τηλέφωνο είναι νεκρό.

[αρχ. νεκρός & λόγ. < αρχ. νεκρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροσέντονο το [nekroséndono] Ο41 : (λαϊκότρ., λογοτ.) νεκρικό σεντόνι, σάβανο.

[νεκρο- + σεντόν(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροστάσιο το [nekrostásio] Ο40 : κλειστός χώρος σε νεκροταφείο, όπου τοποθετούν τους νεκρούς πριν από την κηδεία: Πέθανε στο νοσοκομείο και δεν πήγαν το νεκρό στο σπίτι αλλά στο ~.

[λόγ. νεκρο- + -στάσιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροστολίζω [nekrostolízo] Ρ2.1α μππ. νεκροστολισμένος : στολίζω ένα νεκρό, κυρίως με λουλούδια.

[νεκρο- + στολίζω (πρβ. ελνστ. νεκροστολῶ `μεταφέρω τους νεκρούς΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροσυλία η [nekrosilía] Ο25 : κλοπή αντικειμένων που έχει επάνω του ένας νεκρός ή που έχουν τοποθετηθεί στον τάφο του· (πρβ. τυμβωρυχία).

[λόγ. < αρχ. νεκροσυλία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες