Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νεκροσυλία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νεκροσυλία η [nekrosilía] Ο25 : κλοπή αντικειμένων που έχει επάνω του ένας νεκρός ή που έχουν τοποθετηθεί στον τάφο του· (πρβ. τυμβωρυχία).

[λόγ. < αρχ. νεκροσυλία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go