Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναύκληρος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναύκληρος ο [náfkliros] Ο20α : βαθμοφόρος του εμπορικού ή του πολεμικού ναυτικού που επιβλέπει τις εργασίες για τη συντήρηση του πλοίου· λοστρόμος.

[λόγ. < αρχ. ναύκληρος `καραβοκύρης, καπετάνιος, πιλότος καραβιού΄ (παρανόηση της σημ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
ναύκληρος ο· ναύκλερος· νάφλερος.
  • 1) Καραβοκύρης:
    • να γένουμουν και ναύκλερος και να 'χα μέγαν κέρδος (Προδρ. III 197-18 χφ P κριτ. υπ).
  • 2) Κυβερνήτης πλοίου, καπετάνιος:
    • ναύκληρον ουκ είχαμεν να κυβερνά το πλοίον (Πουλολ. 540
    • (σε παροιμ. χρ.):
      • όντεν αστράφτει και βροντά κι ανεμικές φυσούσι …, τότες γνωρίζεται ο καλός ναύκλερος (Ερωφ. Γ́ 51
    • (σε μεταφ.):
      • (Ροδολ. Β́ 67
      • μ’ εδιάλεξε ογιά ναύκλερο στα τόσα βάσανά του, εκ το λιμνιώνα, όσο μπορώ, θα φεύγω του θανάτου (Ροδολ. Γ́ 167
    • έκφρ. μέγας ναύκλερος = καπετάνιος:
      • (Ιων. I 6).
  • 3) Ναυτικός (πιθ. ναύτης):
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24211).

[αρχ. ουσ. ναύκληρος. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go