Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυτόπουλο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτόπουλο το [naftópulo] Ο41 : (οικ.) ναυτόπαις, μούτσος. || (συναισθ.) ναύτης.

[ναύτ(ης) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες