Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναυτοδάνειο το [naftoδánio] Ο40 : δάνειο με μεγάλο επιτόκιο που χορηγείται σε πλοίαρχο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, για να αντιμετωπίσει έκτακτες οικονομικές ανάγκες του πλοίου και που η επιστροφή του εξαρτάται από την έκβαση της ναυτικής επιχείρησης· θαλασσοδάνειο1.
[λόγ. ναυτο- + δάνειον]



