Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυτεργάτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυτεργάτης ο [nafterγátis] Ο10 : ναύτης εμπορικού πλοίου ή εργάτης λιμανιού.

[λόγ. ναυτ(ο)- + εργάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες