Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυπήγημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυπήγημα το [nafpíjima] Ο49 : πλωτό κατασκεύασμα, π.χ. πλωτός γερανός, πλωτή δεξαμενή κτλ.

[λόγ. ναυπηγη- (ναυπηγώ) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες