Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναυμαχώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυμαχώ [navmaxó] Ρ10.9α : πολεμώ από πλοίο εναντίον άλλου εχθρικού πλοίου, κάνω ναυμαχία: Οι Έλληνες ναυμάχησαν με τους Πέρσες στη Σαλαμίνα.

[λόγ. < αρχ. ναυμαχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες