Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναυλαγορά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυλαγορά η [navlaγorá] Ο24 : α.ο τόπος όπου συνάπτονται συμφωνίες για ναυλώσεις. β. η γενική κατάσταση στον τομέα των ναυλώσεων, που επικρατεί σε ένα δεδομένο χώρο και χρόνο.

[λόγ. ναύλ(ος) -ο- + αγορά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go