Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναυαρχία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναυαρχία η [navarxía] Ο25 : το αξίωμα του ναυάρχου και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκεί το αξίωμα αυτό.

[λόγ. < αρχ. ναυαρχία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go