Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναστόχαρτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναστόχαρτο το [nastóxarto] Ο41 : το χαρτόνι.

[λόγ. < αρχ. ναστ(ός) `συμπιεσμένος΄ -ο- + χάρτ(ης) -ον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες