Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναρκωτικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναρκωτικός -ή -ό [narkotikós] Ε1 : 1.που έχει την ιδιότητα να προκαλεί νάρκωση: Nαρκωτικές ουσίες. Nαρκωτικά φάρμακα. 2. (ως ουσ.) το ναρκωτικό: α. τοξική ουσία, όπως π.χ. η ηρωίνη, το χασίς κτλ., που η παρατεταμένη χρήση της δημιουργεί εθισμό, με αποτέλεσμα την ψυχολογική και τη σωματική κατάπτωση του ατόμου που την παίρνει. Mαλακά* / σκληρά* ναρκωτικά. Λαθρεμπόριο / έμπορος / υπηρεσία δίωξης ναρκωτικών. β. (μτφ.) καθετί που το χρησιμοποιεί κάποιος συχνά ή ασχολείται συνεχώς με αυτό, τον χαλαρώνει, του γίνεται όμως τόσο απαραίτητο, ώστε δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτό: H τηλεόραση είναι το ναρκωτικό του.

[λόγ. < ελνστ. ναρκωτικός `που προκαλεί μούδιασμα, υπνωτικός΄ & γαλλ. narcotique (στη νέα σημ.) < ελνστ. ναρκωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες