Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναρκοληψία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναρκοληψία η [narkolipsía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή του οργανισμού, που προκαλεί περιοδικά ακατάσχετη τάση για ύπνο.

[λόγ. < γαλλ. narcolepsie < narco- < αρχ. νάρκ(η) -ο- + -lepsie = -ληψία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go