Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναρκοθέτηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναρκοθέτηση η [narkoθétisi] Ο33 : η ενέργεια του ναρκοθετώ. 1. τοποθέτηση ναρκών σε μια περιοχή: H ~ μιας περιοχής. 2. (μτφ.) παρεμβολή στην εξέλιξη μιας διαδικασίας, με ύπουλο τρόπο, εμποδίων που θέτουν σε κίνδυνο την καλή έκβασή της: H ~ μιας προσπάθειας / ενός σχεδίου.

[λόγ. ναρκοθετη- (ναρκοθετώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go