Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναρκισσεύομαι [narkisévome] Ρ5.1β : θαυμάζω υπερβολικά τον εαυτό μου: Tο ναρκισσευόμενο εγώ. Nαρκισσευόμενος νέος ηθοποιός.
[λόγ. ναρκισσ(ισμός) -εύομαι]



