Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναπολεόνι το [napoleóni] Ο44 : παλιό γαλλικό, χρυσό νόμισμα με την προτομή του Nαπολέοντα.
[ιταλ. napoleon(e) -ι < γαλλ. napoléon < ανθρωπων. Napoléon (όν. του Γάλλου αυτοκράτορα που καθόρισε την κατασκευή του)]



