Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ναοδομία η [naoδomía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής ναών.
[λόγ. < μσν. ναοδομία < ελνστ. ναοδόμ(ος) (ενν. τέχνη, ίδ. σημ.) -ία (ίσως από παρανόηση του ελνστ. επιθ. ως ουσ.)]



