Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ναζιάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ναζιάρης -α -ικο [nazjáris] Ε9 θηλ. & ναζού [nazú] Ε (βλ. Ο37) : που συμπεριφέρεται προσποιητά για να αρέσει, που κάνει νάζια· σκερτσόζος: Είναι πολύ ναζιάρα. Είναι αυτή μια ναζού! || (ως ουσ.).

[νάζ(ι) -ιάρης· νάζ(ι) -ού]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go