Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ναΐπης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ναΐπης ο.
  • Βοηθός του καδή, δικαστής κατώτερης τάξης:
    • (Συναδ. φ. 88v).
  • Η λ. ως κύρ. όν.:
    • (Χρον. Τόκκων 763).

[<τουρκ. naib. Η λ. στο Somav.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες