Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάκαρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νάκαρο το· νιάκαρο.
— Βλ. και ανακαράς, νιάκαρη.
  • (Στον πληθ.) μεταλλικά τύμπανα καλυμμένα με δέρμα, που παίζονταν, συν. δύο μαζί, από στρατιωτικούς μουσικούς (συν. προκ. για μικρή μπάντα από κρουστά και πνευστά που συνόδευε στρατιωτικές επιχειρήσεις):
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 28524
    • Ταμπόκια να κτυπούσινε, νιάκαρα να λαλούσι, τους Τούρκους ν’ αναγκάζουνε απάνω ν’ ανεβούσι (αυτ. 16623).

[<παλαιότ. ιταλ. naccaro· ο τ. <βεν. gnacara. Η λ. και ο τ. σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες