Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάβα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
νάβα η.
  • Πλοίο (συν. μεγάλο, για τη μεταφορά φορτίου ή επιβατών):
    • (Ασσίζ. 479
    • αρμάτωσεν … β́ νάβες να σηκώσουν τους λας (Μαχ. 17824).

[<λατ. navis (αιτιατ. em) - παλαιότ. γαλλ. - ιταλ. nave (DEI). Η λ. στη Σούδα και το Du Cange]

[Λεξικό Κριαρά]
ναβάλα η.
  • 1) Στρατιωτική επίθεση, έφοδος:
    • (Ιστ. Βλαχ. 187).
  • 2) Αιφνιδιαστική ενέργεια, στάση:
    • μικροί, μεγάλοι … εκάμασι ναβάλαν κι επήραν τον κυρ Γαβριήλ …, αφέντην τον εσήκωσαν (αυτ. 788).

[<ρουμ. vală]

[Λεξικό Κριαρά]
Ναβαρρέζος ο· Αναβαρρέζος.
  • Αυτός που κατάγεται από τη Ναβάρρα της Ισπανίας·
    • (εδώ) προκ. για τους επαγγελματίες μισθοφόρους της Ναβαρραίας Εταιρείας:
      • (Byz. Kleinchron. Á 3441).

[<ιταλ. Navarrese]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες