Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύρωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύρωμα το [míroma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μυρώνω.

[μυρώ(νω) -μα (πρβ. αρχ. μύρωμα `αρωματική αλοιφή΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μύρωμα το.
  • (Εκκλ.) η επάλειψη με άγιο μύρο μετά το βάφτισμα, το μυστήριο του Χρίσματος:
    • λάδι του μυρωμάτου (Ύμν. Παναγ. 9).

[<μυρώνω + κατάλ. ‑μα· πβ. αρχ. ουσ. μύρωμα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες