Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μύρτος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μύρτος το.
  • Αρρώστια των φυτών, η χάλαζα:
    • εγίνην μεγάλη πείνα εις την Κύπρον, διότι εγίνην μέγαν μύρτος (Βουστρ. 13810).

[<ουσ. μύρτον με μεταπλ. Η. λ. και σήμ. κυπρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go