Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μύρος το.
-
- α) (Εκκλ.) το άγιο μύρο (βλ. μύρο(ν) Εκφρ.):
- πίνε κρασί συγκεραστόν απολιγού σαν μύρος (Γεωργηλ., Θαν. 541)·
- (με το επίθ. άγιον· εδώ σε αναχρονισμό):
- (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 188r)·
- β) προκ. για το μύρο που αναβλύζει από το σώμα αγίου:
- (Μαχ. 3229)·
- (με το επίθ. άγιον):
- είδα … νεκρούς κι ετρέχαν το άγιον μύρος (Διγ. Esc. 551).
[<ουσ. μύρον με μεταπλ. Η λ. στο Somav. (λ. ‑ον) και σήμ. ιδιωμ. (Δημ., λ. ‑ο(ν)· πβ. ΙΛ, λ. αγιομύρος]
- α) (Εκκλ.) το άγιο μύρο (βλ. μύρο(ν) Εκφρ.):



