Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μύρον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
μύρον το· μύρο.
  • α) Αρωματικό έλαιο, φυτικό ή τεχνητό:
    • λιβάνι, μύρα, αρώματα, πράγματα ευωδισμένα (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [400]
  • β) (εκκλ.) προκ. για το μύρο που αναβλύζει από το σώμα αγίου:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 625).
  • Εκφρ. (εκκλ.) άγιο ή μέγα μύρο(ν) = το αρωματικό έλαιο με το οποίο ο ιερέας χρίει το βαπτιζόμενο:
    • (Δωρ. Μον. (Βαλ.) 44), (Έκθ. χρον. 6731).

[αρχ. ουσ. μύρον. Ο τ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go