Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύρομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύρομαι [mírome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λογοτ.) κλαίω.

[αρχ. μύρομαι (άσχετο με τη λ. μύρο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες