Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μύρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύρισμα το [mírizma] Ο49 : η ενέργεια του μυρίζω.

[μυρισ- (μυρίζω) -μα (πρβ. ελνστ. μύρισμα `αρωματική αλοιφή΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
μύρισμα το.
  • 1) Μύρο, άρωμα:
    • εκαπνίζουνταν παντοίων λογίων μυρίσματα, μόσχους … και ο αέρας ήταν εύμορφος και γεμάτος μυρωδίαν (Διγ. Άνδρ. 37516).
  • 2)
    • α) Ευωδιά:
      • τέρπομαι τα μυρίσματα της ανθοποικιλίας (Λίβ. (Lamb.) N 910
      • ου θέλει τον παράδεισον με τα μυρίσματά του (Διγ. Esc. 841
    • β) άσχημη μυρωδιά:
      • μυρίσματα, τσίκνες, βρόμους και άλλα κακά (Μαχ. 2163).
  • 3) (Στον πληθ.) μυρωδικά:
    • ροδόσταμα και των λοιπών παντοίων μυρισμάτων (Διγ. Gr. 1832).
  • 4) (Συνεκδ.) ευωδιαστό λουλούδι:
    • το λιβάδιν ήνθισεν … ρόδα και μυρίσματα (Αχιλλ. (Smith) N 1048).

[μτγν. ουσ. μύρισμα. Η λ. και τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες