Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μύηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύηση η [míisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μυώ: ~ σε μια θρησκεία / συνομωσία / επιστήμη.

[λόγ. < αρχ. μύη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go