Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόσχευμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόσχευμα το [mósxevma] Ο49 : το τμήμα ζωικού ή φυτικού οργανισμού που χρησιμοποιείται για μεταμόσχευση: Zωικό / φυτικό ~. ~ από ζωντανό / νεκρό δότη.

[λόγ. < ελνστ. μόσχευμα (πρβ. λαϊκό μόσκεμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk], αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] )]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες