Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόρα
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόρα η [móra] Ο25α : (λαϊκότρ.) ο βραχνάς.

[σλαβ. mora `θανατικό΄]

[Λεξικό Κριαρά]
Μόρα η.
— Βλ. και Μόρος.
  • Γυναίκα αραβικής καταγωγής από την Αφρική ή την Ισπανία· μαύρη:
    • πού 'ν’ οι Μόρες εδεπά; ποιες Σαρακήνες κράζεις; (Κατζ. Δ́ 161).

[<ιταλ. Mora. Η λ. στο Βλάχ. (‑ώ‑) και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]

[Λεξικό Κριαρά]
μοραβιτικός, επίθ.
  • Που προέρχεται από τη Μοραβία:
    • ιεράκια … μοραβιτικά (Ορνεοσ. 57825).

[<εθν. Μοραβίτης + κατάλ. ‑ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
Μοραίος ο.
  • Πελοποννήσιος:
    • τον τόπον των Μοραίων (Χρον. Τόκκων 3689).

[<τοπων. Μορέας + κατάλ. ‑αίος αναλογ. με τα εθν. ονόμ. σε ‑αίος]

[Λεξικό Κριαρά]
Μοραΐτης ο· Μορέτης.
  • Πελοποννήσιος:
    • άρχοντες Μοραΐτες (Χρον. Τόκκων 3838).

[<τοπων. Μορέας + κατάλ. ‑ΐτης. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοραΐτικος -η -ο [moraítikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) πελοποννησιακός.

[μσν. Μοραΐτ(ης) -ικος < Mορ(έας) -αΐτης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μορατόριουμ το [moratórium] Ο (άκλ.) : 1. προσωρινή αναστολή ενεργειών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ δύο χωρών, ύστερα από συμφωνία μεταξύ τους: ~ πτήσεων πολεμικών αεροσκαφών πάνω από την Kύπρο. || (επέκτ.): ~ ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση όσον αφορά τα εθνικά θέματα. 2. το δικαιοστάσιο.

[λόγ. < νλατ. moratorium (λατ. moratorius `που καθυστερεί κτ.΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες