Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόνωσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μόνωσις η.
— Βλ. και μόνασις.
  • 1)
    • α) Το να μένει κανείς μόνος, απομόνωση, μοναξιά:
      • (Καλλίμ. 1890, 2247
      • είπον γενέσθαι μόνωσιν, έξω δε πάντας βαίνειν (Βίος Αλ. 5840
    • β) (συνεκδ.) ερημιά:
      • πολλή γαρ ην η μόνωσις του παραξένου τόπου (Καλλίμ. 408).
  • 2) Αποχωρισμός, απομάκρυνση:
    • Αποχαιρέτημα πικρόν, μόνωσις μετά πόνου (Καλλίμ. 269).

[αρχ. ουσ. μόνωσις. Η λ. και σήμ. (‑η)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες