Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόντεμ το [módem] Ο (άκλ.) : (πληροφ.) συσκευή που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση ηλεκτρονικών υπολογιστών μέσο τηλεφωνικής γραμμής: Xάλασε το ~ μου και δεν μπορώ να συνδεθώ με το ιντερνέτ.
[λόγ. < αγγλ. modem σύντμ. του mo(dulator) dem(odulator)]



