Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μόνοιασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόνοιασμα το [mónazma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μονοιά ζω.

[μονοιασ- (μονοιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go