Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μόμπιλε
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μόμπιλε, επίθ. και ουσ. ουδ. άκλ.· μόμπελε.
  • (Νομ.) κινητό (κτήμα), κινητή περιουσία:
    • ό,τι πράμα έχουσι …, ίτσι στάμπιλε ωσάν μόμπιλε (Βαρούχ. 4714
    • το μόμπελεν απὂχω τσι τ’ αφήνω όλο να το 'ρίζει (Διαθ. 17. αι. 621).

[<ιταλ. mobile. Τ. ‑α τα σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 53, Κόμης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες