Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μόκα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόκα η [móka] Ο25α : είδος γλυκού ή παγωτού που περιέχει καφέ.

[ιταλ. moca < αραβ. τοπων. Muhā (όν. λιμανιού στην Aραβία)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μοκασίνι το [mokasíni] Ο44 : παπούτσι ίσιο ή με χαμηλό τακούνι, χωρίς κορδόνια και μια ημικυκλική ραφή στο άνω μπροστινό μέρος.

[γαλλ. mocassin ή μέσω του ιταλ. mocassin(o) από γλ. των Ινδιάνων (ουδ. κατά το παπούτσι)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go