Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μόδιστρος ο [móδistros] Ο20 : αυτός που δημιουργεί τα νέα μοντέλα ρούχων, ιδίως γυναικείων, ή γενικά ασχολείται με ραπτική ανώτερης ποιότητας: Οι μεγάλοι μόδιστροι του Παρισιού, αυτοί οι ανεξέλεγκτοι δημιουργοί της μόδας.
[μοδίστρ(α) -ος]



