Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μόδιστρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μόδιστρος ο [móδistros] Ο20 : αυτός που δημιουργεί τα νέα μοντέλα ρούχων, ιδίως γυναικείων, ή γενικά ασχολείται με ραπτική ανώτερης ποιότητας: Οι μεγάλοι μόδιστροι του Παρισιού, αυτοί οι ανεξέλεγκτοι δημιουργοί της μόδας.

[μοδίστρ(α) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go