Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωροσωζάτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μωροσωζάτος, επίθ.
  • Που εξασφαλίζει κάπως τα αναγκαία, που βρίσκεται σε μέτρια οικονομική κατάσταση:
    • συμμαζιχτικόν μοναστήρι και μωροσωζάτο (Συναδ. φ. 37r).

[<μωρο‑ + επίθ. σωζάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες