Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωρογεμάτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μωρογεμάτος, επίθ.
  • Γεματούτσικος, λίγο παχύς:
    • (Συναδ. φ. 22r).

[<μωρο‑ + επίθ. γεμάτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες