Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μωροαχαμνός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
μωροαχαμνός, επίθ.
  • Που έχει περιορισμένες δυνατότητες σε κ.:
    • από γράμματα μωροαχαμνός (Συναδ. φ. 45r).

[<μωρο‑ + επίθ. αχαμνός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες