Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μωραίνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μωραίνω [moréno] -ομαι Ρ7.2 (χωρίς μππ.) : κάνω κπ. βλάκα ή ανόητο. (απαρχ. έκφρ.) μωραίνει Kύριος… ή μωραίνει Kύριος ον βούλεται απολέσαι, ο Θεός αποβλακώνει όποιον θέλει να καταστρέψει.

[λόγ. < ελνστ. μωραίνω, αρχ. σημ.: `είμαι χαζός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
μωραίνω.
  • Ά (Αμτβ.) ενεργώ, συμπεριφέρομαι σαν ανόητος:
    • (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 1634).
  • Β́ (Μτβ.) αποδεικνύω κάπ. ή κ. ανόητο:
    • η σοφία αυτών εμωράνθη (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 54r

[αρχ. μωραίνω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go