Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυτιά η [mitxá] Ο24 : 1. χτύπημα στη μύτη ή με τη μύτη. 2. (λαϊκ.) εισπνοή ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη καθώς και η αντίστοιχη ποσότητα.
[μσν. μυτέα (στη σημ. 1) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μύτ(η) -έα > -ιά]



