Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυστρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστρίζω [mistrízo] -ομαι Ρ2.1 : δουλεύω με το μυστρί και ιδίως σοβατίζω.

[μυστρ(ί) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες