Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυστρί
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστρί το [mistrí] Ο43 : εργαλείο που αποτελείται από μία μεταλλική, συνήθ. τριγωνική, πλάκα προσαρμοσμένη σε ξύλινη λαβή, και το χρησιμοποιούν οι χτίστες για να παίρνουν το κονίαμα και ιδίως να σοβατίζουν.

[μσν. μυστρίον υποκορ. του ελνστ. μύστρ(ον) `κουτάλι΄ -ίον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστρίζω [mistrízo] -ομαι Ρ2.1 : δουλεύω με το μυστρί και ιδίως σοβατίζω.

[μυστρ(ί) -ίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μύστρισμα το [místrizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μυστρί ζω.

[μυστρισ- (μυστρίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go