Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυσταγωγία η [mistaγojía] Ο25 : 1. θρησκευτική τελετή με έντονα μυστηριακό χαρακτήρα: Θεία ~, κατά τη διάρκεια της οποίας μετατρέπονται ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και αίμα του Xριστού. 2. (μτφ.) για ακρόαμα, θέαμα κτλ. που προκαλεί έκσταση ή πνευματική ανάταση: H παράσταση ήταν αληθινή ~.
[λόγ. < αρχ. μυσταγωγία `μύηση στα μυστήρια΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- μυσταγωγία η.
-
- (Με το επίθ. θεία) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας:
- (Ιστ. Ηπείρ. XXVI5).
[μτγν. ουσ. μυσταγωγία. Η λ. και σήμ.]
- (Με το επίθ. θεία) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας: