Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: μυστήριος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυστήριος, επίθ.
  • Το αρσ. ως ουσ. = μύστης· κοινωνός· έμπιστος:
    • να τον ποίσει φίλον εγκάρδιον της ψυχής, μυστήριον της αγάπης (Φλώρ. 1446).

[<αρχ. ουσ. μυστήριον. Η λ. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυστήριος -α -ο [mistírios] Ε6 : μυστηριώδης: Mυστήριο πράμα!, για απορία ή έκπληξη. ~ άνθρωπος / τύπος, που η συμπεριφορά του είναι παράξενη ή ανεξήγητη. || (ως ουσ.): Kάθε βράδυ περνά ένας ~ από την περιοχή.

[λόγ. μυστήρι(ον)Ι2β -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go