Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- μυσαρός, επίθ.
-
— Βλ. και μυσερός.
- Ακάθαρτος, σιχαμερός:
- (Καλλίμ. 641), (Διήγ. παιδ. 136).
- Το αρσ. ως ουσ. = είδος μικρής σαύρας:
- Χλωροσαύρας ζώσας, ήτοι μυσαρούς (Ορνεοσ. αγρ. 55925 (έκδ. μύστρους)).
[αρχ. επίθ. μυσαρός. Το αρσ. ως ουσ. στο Steph. και στο Du Cange και σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]
- Ακάθαρτος, σιχαμερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μυσαρός -ή -ό [misarós] Ε1 : (λόγ.) που ηθικά είναι επιλήψιμος, ώστε να προκαλεί αποστροφή: Ο ~ δολοφόνος. Mυσαρή προδοσία / πράξη.
[λόγ. < αρχ. μυσαρός]



