Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυρωδάτος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
μυρωδάτος, επίθ.
  • Ευωδιαστός, αρωματικός:
    • ρόδα … μυρωδάτα (Διγ. A 2838
    • οπτούτσικον … μυρωδάτον (Διήγ. παιδ. 373
    • μυρωδάτα … κρασιά (Δαμασκ., Λόγ. κεκοιμ. (μετάφρ.)2 4).

[<ουσ. μυρωδιά + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Meursius (‑οδάτο) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυρωδάτος -η -ο [miroδátos] Ε3 : που έχει ευχάριστη μυρωδιά· ευωδιαστός: Ένα μπουκέτο μυρωδάτα λουλούδια. || Mυρωδάτα ρούχα.

[μσν. μυρωδάτος < μυρωδ(ιά) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες