Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυροδοχείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυροδοχείο το [miroδoxío] Ο39 : εκκλησιαστικό σκεύος μέσα στο οποίο φυλάγεται το Άγιο Mύρο.

[λόγ. μύρ(ον) -ο- + δοχείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες