Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μυροβόλος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
μυροβόλος -α -ο [mirovólos] Ε4 : (λογοτ.) ευωδιαστός: Ο ~ αέρας του βουνού. H μυροβόλα άνοιξη.

[λόγ. μύρ(ον) -ο- + -βόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες